ολυνθιακός

ολυνθιακός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Όλυνθο ή τους Ολύνθιους.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ὀλυνθιακός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολυνθιακός — ή, ό (Α ὀλυνθιακός, ή, όν) [Όλυνθος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Όλυνθο, την περίφημη αποικία τών Αθηναίων στη Χαλκιδική 2. φρ. «Ολυνθιακοί λόγοι» τρεις δημηγορίες που εκφωνήθηκαν στην Αθήνα από τον Δημοσθένη το 349 348 π.Χ. και… …   Dictionary of Greek

  • Ὀλυνθιακῶν — Ὀλυνθιακός fem gen pl Ὀλυνθιακός masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀλυνθιακόν — Ὀλυνθιακός masc acc sg Ὀλυνθιακός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀλυνθιακοῖς — Ὀλυνθιακός masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀλυνθιακοί — Ὀλυνθιακός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀλυνθιακοῦ — Ὀλυνθιακός masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀλυνθιακούς — Ὀλυνθιακός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀλυνθιακή — Ὀλυνθιακός fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀλυνθιακήν — Ὀλυνθιακός fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”